αγρογειτων

αγρογειτων
    ἀγρογείτων
    ἀγρο-γείτων
    -ονος ὅ сосед по полю Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αγρογειτων" в других словарях:

  • αγρογείτων — ἀγρογείτων ( ονος), ο (Α) γείτονας στο ύπαιθρο, στην εξοχή, αυτός που έχει γειτονικό αγρό με κάποιον άλλον …   Dictionary of Greek

  • ἀγρογείτων — country neighbour masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρογειτόνων — ἀγρογείτων country neighbour masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρογείτονας — ἀγρογείτων country neighbour masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρογείτονες — ἀγρογείτων country neighbour masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρογείτονος — ἀγρογείτων country neighbour masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρογείτοσι — ἀγρογείτων country neighbour masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 …   Dictionary of Greek

  • γείτονας — ο (θηλ. ισσα, η) (AM γειτων, ο, η) 1. αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο 2. φρ. «πρώτα το γείτονα και μετά τον αδερφό» (γιατί μερικές φορές οι γείτονες προστρέχουν να μας βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά κι απ τους συγγενείς) β.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»